- ἤριπον
- ἐρείπωthrowaor ind act 3rd plἐρείπωthrowaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHERECLUS — fuit navium architectus, qui naves Pariais ad raptum Helenae ituri fabricavit. Coluthus: Ε῎νθα τανυπρέμνοιο δαϊζόμεναι δρυὲς ὕλης Ἤριπον, ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσ: Φερέκλου. Ὅς ποτε μαργαίνοντι χαριζόμενος Βασιλῆι Νῆας Α᾿λεξάνδρῳ δρυτόμῳ τεκτῄνατο … Hofmann J. Lexicon universale
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek